ἀλετρίβανος — ἀλετρί̱βανος , ἀλετρίβανος pestle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλετρίβανος — ἀλετρί̱βανος , ἀλετρίβανος pestle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek
δοίδυξ — δοῑδυξ ( υκος), ο (Α) γουδοχέρι, αλετρίβανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τής οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη] … Dictionary of Greek
σπούδαξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα αξ (πρβλ. αὖλ αξ). Η σημ. τού τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. τής ρίζας τού ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» … Dictionary of Greek
κἀλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)